- παραλέγω
- ΝΜΑ, παραλέω Ννεοελλ.1. λέω πράγματα που φαίνονται ή είναι υπερβολικά, απίστευτα, υπερβάλλω σε όσα λέω («μην τά παραλές» — μην είσαι υπερβολικός, μην τά μεγαλοποιείς)2. λέω πολλά, φλυαρώαρχ.(το ενεργ. και το παθ.)1. αποσπώ τις περιττές τρίχες («παραλελέχθαι τὰς τρίχας», Πολυδ.)2. λέω ανοησίες, παραλαλώ3. κάνω προσθήκη σε κάτι που ήδη έχει λεχθεί4. (το μέσ. και παθ.) παραλέγομαια) παραπλέωβ) μιλώ εκτός θέματοςγ) μιλώ τυχαία, περιστασιακάδ) αναφέρομαι σε κάτι, μνημονεύω5. φρ. «παραλέγεσθαι τὴν γῆν» — περνώ με το πλοίο μπροστά από έναν τόπο.
Dictionary of Greek. 2013.